- θεοεχθρία
- θεοεχθρία, ή (Α)1. η έχθρα κατά τού θεού2. το να είναι κάποιος μισητός σε θεό.[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + εχθρία (< εχθρός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεοεχθρία — θεοεχθρίᾱ , θεοεχθρία fem nom/voc/acc dual θεοεχθρίᾱ , θεοεχθρία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοεχθρίας — θεοεχθρίᾱς , θεοεχθρία fem acc pl θεοεχθρίᾱς , θεοεχθρία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek